- σκεθρός
- -ά, -όν, και ιων. τ. θηλ. σκεθρή, Α1. επιμελώς κατασκευασμένος, ακριβής («γνώμῃ σκεθρῇ βασανίσας», Ιπποκρ.)2. επιμελής, προσεκτικός.επίρρ...σκεθρῶς Ακατά τρόπο σκεθρό, με ακρίβεια, με επιμέλεια («προυξεπίσταμαι σκεθρῶς τὰ μέλλοντα», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σκεθρός (< *σχε-θρός, με ανομοίωση τών δασέων) έχει σχηματιστεί από το θ. σχε- τού ἔχω (πρβλ. αόρ. β' ἔ-σχ-ον, σχε-δόν, σχε-θεῖν) με επίθημα -θρο-ς (βλ. -θρο[ν]) και έχει, επομένως, την αρχική σημ. τής ρίζας τού εχω: *segh- «κρατώ γερά»].
Dictionary of Greek. 2013.